Εισαγωγή:Το άσθμα και η παχυσαρκία θεωρούνται οι συχνότερες χρόνιες ασθένειες της παιδικής ηλικίας παγκοσμίως. Η συχνότητα εμφάνισής τους είναι συνεχώς ανοδική και παράλληλη τις τελευταίες δεκαετίες, αλλά οι ακριβείς μηχανισμοί που συνδέουν τις δύο ασθένειες παραμένουν ασαφείς. Στις μέρες μας διαρκώς αυξανόμενη βιβλιογραφία εισηγείται ότι το άσθμα της παχυσαρκίας αποτελεί διακριτό φαινότυπο, με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά όπως την αυξημένη ανάγκη ιατρικής φροντίδας, τη μεγαλύτερη βαρύτητα της νόσου, μειωμένο έλεγχο και ελαττωμένη απάντηση στα στεροειδή. Σκοπός: Ο σκοπός της παρούσας διατριβής ήταν η διερεύνηση και η συσχέτιση της αντίστασης στην ινσουλίνη και της βρογχικής υπεραντιδραστικότητας, της παχυσαρκίας και του άσθματος σε παιδιά προεφηβικής ηλικίας.Ασθενείς-Μέθοδοι: Στη μελέτη εντάχθηκαν εβδομήντα ένα παιδιά, ηλικίας 6-11 χρόνων, Α/Κ : 45/21 τα οποία χωρίστηκαν σε τέσσερις ομάδες ανάλογα με την παρουσία άσθματος και του δείκτη μάζας σώματός τους (Ομάδα Ελέγχου, Μη-Παχύσαρκα Ασθματικά, Παχύσαρκα Μη-Ασθματικά και Παχύσαρκα Ασθματικά). Όλα τα παιδιά συμπλήρωσαν ειδικό ερωτηματολόγιο και υποβλήθηκαν σε κλινική εξέταση, μέτρηση επιπέδων γλυκόζης και ινσουλίνης νηστείας στο αίμα προκειμένου να προσδιοριστεί ο δείκτης HOMA-IR, έλεγχο της αναπνευστικής λειτουργίας με σπιρομέτρηση και δοκιμασία βρογχοδιαστολής. Επιπλέον, σε όλα τα παιδιά πραγματοποιήθηκε δοκιμασία πρόκλησης με εισπνεόμενη ξηρά σκόνη μανιτόλης και υπολογίσθηκε ο δείκτης PD15 προκειμένου να εκτιμηθεί η βρογχική υπεραντιδραστικότητα. Τα παχύσαρκα παιδιά, υποβλήθηκαν επιπλέον σε δοκιμασία ανοχής γλυκόζης (OGTT). Αποτελέσματα: Το σημαντικότερο εύρημα της μελέτης αφορά τη δοκιμασία πρόκλησης με μανιτόλη και την ομάδα των παχύσαρκων ασθματικών παιδιών που εμφάνισαν σαφώς εντονότερη Βρογχική Υπεραντιδραστικότητα (Θετική δοκιμασία στα πρώτα 2-5 βήματα της δοκιμασίας) σε σχέση με τις υπόλοιπες ομάδες. Επιπλέον, όσα παχύσαρκα ασθματικά παιδιά εμφάνιζαν αντίσταση στην ινσουλίνη (HOMA-IR≥2.5), είχαν σημαντικά χαμηλότερες τιμές PD15 (μέση τιμή ± SD:89,05 ± 42,75) σε σύγκριση αυτά που είχαν HOMA-IR<2,5 (μέση τιμή ± SD:259,27 ± 125,75) (p=0,006). Παρομοίως, τα παχύσαρκα ασθματικά παιδιά με παθολογική OGTT είχαν χαμηλότερη PD15 (μέση τιμή ± SD:81.02 ± 42.16) σε σχέση με τα παχύσαρκα ασθματικά με φυσιολογική OGTT (μέση τιμή ± SD:267,3 ± 112,62) (p=0.001). Τα αποτελέσματα αυτά στηρίζουν την υπόθεση ότι ο υψηλότερος ΔΜΣ σχετίζεται με εντονότερη βρογχική υπεραντιδραστικότητα και επιπλέον πως τα παιδιά με άσθμα και παχυσαρκία εμφανίζουν αυξημένη βρογχική υπεραντιδραστικότητα όταν η παχυσαρκία συνοδεύεται από χαρακτηριστικά του μεταβολικού συνδρόμου (αντίσταση στην ινσουλίνη).Τα παχύσαρκα ασθματικά παιδιά εμφάνιζαν συχνότερα συμπτώματα στην άσκηση και είχαν μεγαλύτερη ανάγκη χορήγησης ανακουφιστικών φαρμάκων. Όσον αφορά τον έλεγχο της αναπνευστικής λειτουργίας με σπιρομέτρηση, αν και μεταξύ των τεσσάρων ομάδων δεν διαπιστώθηκαν σημαντικές διαφορές, στην ομάδα των παχύσαρκων ασθματικών παιδιών, βρέθηκαν σημαντικά χαμηλότερα (z-score) του λόγου FEV1/FVC και της FEF25-75, σε όσα παιδιά εμφάνιζαν παράλληλα αντίσταση στην ινσουλίνη. Αντίθετα δεν παρατηρήθηκαν σημαντικές διαφορές στους δείκτες FEV1 και FVC μεταξύ των ανωτέρω υποομάδων.Αντίσταση στην ινσουλίνη, όπως αυτή εκφράζεται από τον δείκτη HOMA-IR≥ 2.5, διαπιστώθηκε στο 50% των παχύσαρκων ασθματικών παιδιών και μόνο στο 26,6% των παχύσαρκων μη ασθματικών, οδηγώντας στο συμπέρασμα, πως υπάρχει μεγαλύτερη επίπτωση διαταραχών του μεταβολισμού της γλυκόζης σε παχύσαρκους ασθματικούς, σε σχέση με παχύσαρκους μη- ασθματικούς ασθενείς.Συμπεράσματα: Σύμφωνα με τα ευρήματά μας, τα παχύσαρκα ασθματικά παιδιά εμφανίζουν περισσότερα συμπτώματα στην άσκηση και μεγαλύτερη ανάγκη χορήγησης ανακουφιστικών φαρμάκων. Ο έλεγχος της αναπνευστικής λειτουργίας με σπιρομέτρηση ανέδειξε σημαντικές διαφορές στους δείκτες FEV1/FVC και FEF 25 75, γεγονός που εισηγείται εντονότερο στοιχείο απόφραξης στην ομάδα αυτών των παιδιών. Η δοκιμασία πρόκλησης με εισπνεόμενη μανιτόλη ανέδειξε παρουσία εντονότερης βρογχικής υπεραντιδραστικότητας στα παχύσαρκα ασθματικά παιδιά, ιδιαίτερα στην ομάδα των παιδιών με ταυτόχρονη παρουσία αντίστασης στην ινσουλίνη. Από την άλλη πλευρά, φαίνεται ότι η παχυσαρκία από μόνη της δε συσχετίζεται με τη βρογχική υπεραντιδραστικότητα, παρά μόνον αν συνυπάρχουν διαταραχές του μεταβολισμού που συνοδεύουν την παχυσαρκία όπως η αντίσταση στην ινσουλίνη. Πράγματι, υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι ο παθολογικός μεταβολισμός της γλυκόζης κι η αντίσταση στην ινσουλίνη μπορεί να αντιπροσωπεύουν κρίσιμους τροποποιήσιμους παράγοντες οι οποίοι επηρεάζουν την έκφραση του ασθματικού φαινοτύπου, στο πλαίσιο της παιδικής παχυσαρκίας.